περιηχώ

περιηχώ
περιηχῶ -έω, ΝΜΑ
αντηχώ ολόγυρα
μσν.-αρχ.
παθ. περιηχοῡμαι
1. φημίζομαι παντού, η φήμη μου απλώνεται ολόγυρα
2. είμαι ενήμερος, έχω ακούσει φήμες
αρχ.
παθ.
1. κραυγάζω
2. αντηχώ*

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιηχῶ — περιηχέω ring all round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιηχέω ring all round pres ind act 1st sg (attic epic doric) περϊηχῶ , περιηχέω ring all round pres subj act 1st sg (attic epic doric) περϊηχῶ , περιηχέω ring all round pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιήχημα — τὸ, ΜΑ [περιηχώ] ο ήχος, η αντήχηση που ακούγεται γύρω γύρω (α. «τῶν Προφητῶν περιήχημα» λέγεται για την Θεοτόκο, Κανών Ακαθίστου β. «ταραχῶν καὶ περιηχημάτων», Ιάμβλ.) …   Dictionary of Greek

  • περιήχηση — η / περιήχησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιηχώ] η αντήχηση αρχ. καθοδήγηση προς το κακό, σε αντιδιαστολή με την κατήχηση …   Dictionary of Greek

  • περιηχητικός — ή, όν, Α [περιηχώ] αυτός που αντηχεί ολόγυρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”